- ἔτης
- ἔτης, ὁ, Elean [full] ϝέτας (v. infr.), in Hom. always in pl. [full] ἔται, οἱ:—A clansmen, i.e. kinsmen and dependents of a great house,
ἀμύνων σοῖσιν ἔτῃσι Il.6.262
;δαινύντα γάμον πολλοῖσι ἔτῃσιν Od.4.3
;παῖδάς τε κασιγνήτους τε ἔτας τε Il.6.239
, cf. Od.15.273;ἔται καὶ ἀνεψιοί Il.9.464
;ἔτας καὶ ἑταίρους 7.295
;γείτονες ἠδὲ ἔται Od.4.16
.II later, citizen,ἔταις ἀμαχανίαν ἀλέξων τεοῖσιν Pi.Pae.6.10
, cf. Epic. in Arch.Pap.7.4; τὼς ἔτας καττὰ πάτρια δικάζεσθαι Foed.Lac. in Th.5.79: in sg., a private citizen, opp. those who hold office,πρός σε . . ὡς ἔτην λέγω A.Supp.247
;οὔτε δῆμος οὔτ' ἔτης ἀνήρ Id.Fr.377
;ἀρχῷ, φωτὶ δ' οὐκ ἔτῃ πρέπων E.Fr.1014
;αἴτε ϝέτας αἴτε τελεστά SIG9.8
(Olympia, vi B.C.), cf. 141.12 (Corc. nigra, iv B.C.), Mus.Belg.16.70 (Athens, ii A. D.), IG5(2).20 ([place name] Tegea). (On the breathing, see Hdn.Gr.2.55.)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.